- ευερέθιστος
- η , ο [ος , ον ]1) раздражительный, вспыльчивый, легко возбудимый; 2) мед. склонный к раздражению (о коже и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευερέθιστος — η, ο (Α εὐερέθιστος, ον) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη») νεοελλ. (για μερικά όργανα τού σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε… … Dictionary of Greek
ευερέθιστος — η, ο αυτός που ερεθίζεται, που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος: Ευερέθιστος χαρακτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐερέθιστον — εὐερέθιστος easily excited masc/fem acc sg εὐερέθιστος easily excited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐερεθίστων — εὐερέθιστος easily excited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐερέθιστα — εὐερέθιστος easily excited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐερέθιστοι — εὐερέθιστος easily excited masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγιαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς 2. άψαυστος, άγγιχτος 3. ανέπαφος, ακέραιος 4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α στερητ. + ’γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το… … Dictionary of Greek
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
αγανακτητικός — ἀγανακτητικός και ἀγανακτικός ή, όν (Α) [ἀγανακτῶ] ευερέθιστος, ευέξαπτος, οργίλος … Dictionary of Greek
αψίκορος — η, ο (Α ἁψίκορος, ον) 1. αυτός που χορταίνει γρήγορα 2. ευμετάβλητος, άστατος νεοελλ. ευερέθιστος, οξύθυμος αρχ. αυτός που εύκολα χορταίνει ή ικανοποιεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + κόρος (Ι) < κορέννυμι «χορταίνω»] … Dictionary of Greek
αψίχολος — η, ο (Μ ἀψίχολος, ον) ευερέθιστος, οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψύς + χόλος «χολή»] … Dictionary of Greek